- επεξέλευσις
- ἐπεξέλευσις, η (AM) [επεξελαύνω]ποινή, τιμωρία («τὴν τῶν καθ' ἡμᾱς πλημμελειῶν ἐπεξέλευσιν», Ευστ.)μσν.1. έφοδος2. εκδίκηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεξέλευσις — visitation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελεύσεις — ἐπεξέλευσις visitation fem nom/voc pl (attic epic) ἐπεξέλευσις visitation fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελεύσεσι — ἐπεξέλευσις visitation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελεύσεσιν — ἐπεξέλευσις visitation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξέλευσιν — ἐπεξέλευσις visitation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεξελευστικός — ἐπεξελευστικός, ή, όν (Μ) [επεξέλευσις] 1. εκδικητικός 2. τιμωρός … Dictionary of Greek
υπεξέλευσις — εύσεως, ἡ, Μ (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπεξελεύσεις, τιμωρίας, βασάνους, ἐφευρέσεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί ἐπεξέλευσις] … Dictionary of Greek
ἐπεξελεύσεως — ἐπεξελεύσεω̆ς , ἐπεξέλευσις visitation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελεύσῃ — ἐπεξελεύσηι , ἐπεξέλευσις visitation fem dat sg (epic) ἐπεξέρχομαι march out fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)